- χειροῦμαι
- χειρόωpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχειρούμαι — καταχειροῡμαι, όομαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) υποτάσσω στον εαυτό μου, κατανικώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειροῦμαι «υποτάσσω, κατακτώ»] … Dictionary of Greek
προχειρούμαι — όομαι, Α καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειροῦμαι «καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι»] … Dictionary of Greek
χειρώ — (I) άω, Α βλ. χειριῶ. (II) όω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) καταβάλλω, νικώ, υποτάσσω (α. «τοὺς τὸν ἐλέφαντα χειροῡντας», Αιλ. β. «ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους», Ηρόδ.) 2. μέσ. χειροῡμαι, όομαι α) αιχμαλωτίζω («οἱ δὲ ἱππεῑς ἔστιν ὅτε καὶ ληστὰς… … Dictionary of Greek